Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το χαβιάρι

См. также в других словарях:

  • χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… …   Dictionary of Greek

  • χαβιάρι — το (λ. τουρκ.) 1. ταριχευμένα αβγά ψαριών, αβγοτάραχο: Πολλοί προτιμούν το μαύρο χαβιάρι. 2. φρ., «Tον πούλησε για πράσινο χαβιάρι», τον κορόιδεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Смарагдис, Яннис — Яннис Смарагдис греч. Γιάννης Σμαραγδής Род деятельности: кинорежиссер Дата рождения …   Википедия

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …   Dictionary of Greek

  • αντακαίος — ἀντακαῑος, ο (Α) 1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας 2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» το χαβιάρι …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτάριχον — ἰχθυοτάριχον, τὸ (Μ) χαβιάρι, αβγοτάραχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τάριχος «παστό ψάρι»] …   Dictionary of Greek

  • καβιάρι — το βλ. χαβιάρι …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μπρικ — το άκλ. 1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός 2. ως επίθ. κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

  • οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»