-
1 χαβιάρι
[хавьяри] ουσ. о. икра,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαβιάρι
-
2 икра
икра 1-ы θ.γόνος, γονίδι ψαριών•метание -ы απόθεση του γόνου.
|| χαβιάρι, αυγοτάραχο•зернистая икра σπειρωτό χαβιάρι•
паюсная икра πεπιεσμένο χαβιάρι•
осетровая икра μαύρο χαβιάρι•
кетовая икра κόκκινο χαβιάρι, μπρικ•
метать -у γονοβολώ, γονεύω.
|| τροφή λεπτοτεμαχισμένη•баклажанная икра κονσερβοποιημένες, λεπτοτεμαχισμένες μελιτζάνες.
икра 2-ы, πλθ. икры, γεν. икр θ.γάμπα• γαστροκνήμη. -
3 икра
икр||а I ж1. τά αὐγά, τά ὠά / τό χαβιάρι (рыбья):зернистая \икра τό μαύρο σπειρωτό χαβιάρι· паюсная \икра τό πεπιεσμένο χαβιάρι· кетовая \икра τό κόκκινο χαβιάρι, τό μπρίκ· метать \икрау́ ὠοτοκῶ, γονοβολῶ· 2.:баклажанная \икра λυωμένες μελιτζάνες.икра II ж (ноги) τό γαστροκνήμιο[ν], ἡ γαστροκνημια, ἡ ἄντζα. -
4 икра
I.(рыбья, моллюсков и т.п.) τα αυγά (ιχθύων)τα ωάτο χαβιάριII.(ноги) η γάμπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > икра
-
5 бутерброд
бутерброд м το σάντουιτς \бутерброд с икрой (с ветчиной ) το σάντουιτς με χαβιάρι (με ζαμπόν(ι))* * *мτο σάντουιτςбутербро́д с икро́й (с ветчино́й) — το σάντουιτς με χαβιάρι (με ζαμηόν(ι))
-
6 икра
I икра Ι ж το χαβιάρι кетовая (или красная) \икра το μπρικ II икра II ж (нога) η γάμπα, η κνήμη,* * *I жτο χαβιάριII жке́то́вая ( или кра́сная) икра́ — το μρικ
(ноги́) η γάμπα‚ η κνήμη -
7 чёрный
чёрный μαύρος; \чёрныйая краска η μαύρη μπογιά; \чёрныйая икра το μαύρο χαβιάρι; \чёрный ход η πίσω πόρτα του σπιτιού; \чёрныйая металлургия η σιδηρομεταλλουργία* * *чёрная кра́ска — η μαύρη μπογιά
чёрная икра́ — το μαύρο χαβιάρι
чёрный ход — η πίσω πόρτα του σπιτιού
чёрная металлу́рги́я — η σιδηρομεταλλουργία
-
8 икряной
επ.του γόνου, ωοφόρος. || του χαβιαριού, για χαβιάρι•икряной бочонок βαρελάκι για χαβιάρι.
-
9 зернистый
зерни́ст||ыйприл κοκκώδης, σπυρωτός:\зернистыйое строение вещества ἡ κοκκώδης σύσταση· ◊ \зернистыйая икра τό μαϋρο σπει-ρωτό χαβιάρι. -
10 кетовый
кет||овыйприл ἀττακαίος:\кетовыйовая икра τό κόκκινο χαβιάρι, τό μπρίκ. -
11 паюсный
паюсн||ыйприл:\паюсныйая икра τό μαῦρο χαβιάρι. -
12 черный
черн||ыйприл β разн. знач. μαύρος, μέλας:\черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο. -
13 икра
[ικρά] ουσ. θ. χαβιάρι -
14 икра
[ικρά] ουσ θ χαβιάρι -
15 белужий
επ.από οξύρρυγχο, από ουσο•-ья икра χαβιάρι από ούσο.
-
16 зернистый
επ., βρ: -нист, -а, -о1. κοκκώδης, κοκκωτός, κοκκιαστικός, σκυρωτός•известяк ωόλιθος ή ωολιθικός ασβεστόλιθος•
-снег κοκκορόχιονο•
-ая икра σπυρωτό χαβιάρι.
2. μτφ. εκφραστικός• εμφαντικός. -
17 кетовый
επ.αττακαίος•-ая икра κόκκινο χαβιάρι, μπρικ.
-
18 красный
επ., βρ: -сен, -сни, -сно.1. κόκκινος, ερυθρός•-ое знамя κόκκινη σημαία•
-цвет κόκκινο χρώμα.
2. αριστερός (στις ιδέες).ουσ. ο αριστερός.3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•-ая девица όμορφο κορίτσι.
4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•красный день καθαρή μέρα.
5. παλ. τιμητικός, επίσημος.εκφρ.- ая Армия – Κόκκινος Στρατός•- ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•красный гриб – βλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•- ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•- ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•- ая икра – κόκκινο χαβιαρι•красный крест – ερυθρός σταυρός•общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•красный лес – βλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•- ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•красный товар – τα υφάσματα•- ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•-ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•- ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•-ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•под -ую шапку попасть ή угодить – παλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•красный фонарь – παλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•красный петух – βλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια. -
19 паюсный
επ. -ая икра το μαύρο χαβιάρι. -
20 сёмужий
-ья, -ьеεπ.του αντακαίου•-ая икра τάριχος αντακαιου, χαβιάρι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… … Dictionary of Greek
χαβιάρι — το (λ. τουρκ.) 1. ταριχευμένα αβγά ψαριών, αβγοτάραχο: Πολλοί προτιμούν το μαύρο χαβιάρι. 2. φρ., «Tον πούλησε για πράσινο χαβιάρι», τον κορόιδεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Смарагдис, Яннис — Яннис Смарагдис греч. Γιάννης Σμαραγδής Род деятельности: кинорежиссер Дата рождения … Википедия
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… … Dictionary of Greek
αντακαίος — ἀντακαῑος, ο (Α) 1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας 2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» το χαβιάρι … Dictionary of Greek
ιχθυοτάριχον — ἰχθυοτάριχον, τὸ (Μ) χαβιάρι, αβγοτάραχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τάριχος «παστό ψάρι»] … Dictionary of Greek
καβιάρι — το βλ. χαβιάρι … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μπρικ — το άκλ. 1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός 2. ως επίθ. κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek
οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… … Dictionary of Greek